κιθαρηφόρος

κιθαρηφόρος
κιθαρηφόρος, ὁ (Α)
επιγρ. αργυρό νόμισμα τών Λυκίων, που στην πρόσθια όψη του εικόνιζε την κεφαλή τού Απόλλωνος ή τού Καίσαρος και κιθάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιθάρα + -φορος (< φόρος < φέρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”